Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

 


ΝΔ vs. ΣΥΡΙΖΑ: Σημειώσατε...

Άρθρα | 15-05-2013 12:21



Του Κωνσταντίνου Γκράβα

Έναν περίπου χρόνο μετά από τις δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (Μαΐου - Ιουνίου 2012) και έναν ακόμη προ της διεξαγωγής των Ευρωεκλογών, στο παρόν άρθρο επιχειρείται μία συγκριτική αποτίμηση της δυναμικής καθενός από τα κόμματα που συμμετέχουν στην τρικομματική κυβέρνηση, καθώς και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Μία σύντομη αναδρομή στον πολιτικό χρόνο αναδεικνύει τρεις βασικές πτυχές ως κρίσιμες παραμέτρους θεώρησης της πορείας των τεσσάρων αυτών κομμάτων, από τις πρόσφατες εκλογές έως σήμερα.

Η πρώτη αφορά την κινούμενη άμμο πάνω στην οποία διεξήχθη η αρχική εκλογική αναμέτρηση, με τις επιπτώσεις της εφαρμογής του μνημονίου από την προηγούμενη (μονοκομματική) κυβέρνηση να έχουν στιγματίσει το πολιτικό κριτήριο των πολιτών. Παραδοσιακά κριτήρια ψήφου, προϊόντος του χρόνου, ξεθώριαζαν και στη θέση τους αναρριχούνταν προσωπικά συναισθήματα, φορτισμένες κριτικές ως προς τη συνταγή της δημοσιονομικής προσαρμογής / εσωτερικής υποτίμησης.

Η δεύτερη πτυχή αφορά τη διεξαγωγή της διαδοχικής εκλογικής αναμέτρησης, του Ιουνίου, στη βάση του διπόλου φόβου-οργής. Και ήταν ακριβώς η φυσική συνέχεια της πρώτης παραμέτρου που περιγράφηκε προηγουμένως. Η έκφραση δηλαδή των ψηφοφόρων στις εκλογές του Μαΐου με γνώμονα τη διετή διαβίωση εντός μνημονίου, οδήγησε σε ένα κατά γενική ομολογία απρόσμενο αποτέλεσμα κατακερματισμού του δικομματισμού και ανάδειξης δυνάμεων που δημιουργήθηκαν ακραιφνώς στο τόξο μνημονιακών - αντιμνημονιακών αντιλήψεων.

Ad-hoc σχηματισμοί με σημαία το «ΟΧΙ» στο μνημόνιο και στις υποδείξεις των δανειστών. Εποχιακά μορφώματα με σύμμαχο την είσπραξη της αρνητικής ψήφου μεγάλης μερίδας πολιτών που είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να συρρικνώνεται, σημαντικά και συνάμα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η συσπείρωση των ψηφοφόρων στο δίπολο ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ στις δεύτερες εκλογές ήταν προϊόν της πόλωσης και της δόμησης του προεκλογικού σκηνικού πάνω στο δίλημμα της παραμονής με κάθε κόστος στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, σε αντιδιαστολή με την αβεβαιότητα της κατάργησης του μνημονίου και της σκληρής επαναδιαπραγμάτευσης.

Η τρίτη παράμετρος συνδέεται με την επόμενη ημέρα μετά και την ολοκλήρωση της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης του περασμένου Ιουνίου. Πρόκειται για το σχηματισμό για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, μιας κυβέρνησης συνεργασίας, όχι συγκεκριμένου «ειδικού» σκοπού (όπως η κυβέρνηση Παπαδήμου), αλλά κατ’ αρχήν μακράς πνοής, με ορίζοντα τον πλήρη εκλογικό κύκλο.

Μέσα στο τρίγωνο αυτό που οριοθετείται από τις πλευρές που περιγράφησαν και οι οποίες έχουν μεταξύ τους και χρονική αλληλουχία, θα εξετασθεί ακολούθως η σημερινή θέση των (3+1) κομμάτων. Η ανάλυση θα είναι συγκριτική, τόσο ενδοκυβερνητικά -δηλαδή στη βάση ισχυροποίησης της θέσης κάποιου εταίρου έναντι των υπολοίπων, όσο και κάθε μεμονωμένου κυβερνητικού εταίρου σε σχέση με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ξεκινώντας από το νικητή των εκλογών του Ιουνίου (ΝΔ) που έχει προφανώς το ανάλογο βάρος μεταξύ των τριών στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, η θέση του είναι σημαντικά ενισχυμένη συγκριτικά με τους δύο εταίρους του. Και αυτό εκτιμώ ότι προκύπτει περισσότερο από αντικειμενικής σκοπιάς και λιγότερο από μία υποκειμενική εκφορά προτίμησης προς το ένα κόμμα σε σχέση με τα δύο άλλα. Διότι αν η θέση του κορυφαίου κυβερνητικού εταίρου, αριθμητικά και ουσιαστικά κυρίαρχου στην κυβέρνηση συνεργασίας, υποθέσουμε ότι έχει επιδεινωθεί εν συγκρίσει με τους ελάσσονες, τότε η κυβέρνηση θα έπασχε από πλευράς λαϊκής νομιμοποίησης.

Πολύ απλά, θα είχαν δημιουργηθεί ρήγματα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το πολιτικό κεφάλαιο με το οποίο είχε ξεκινήσει η θητεία της νέας κυβέρνησης πιθανότατα θα είχε ήδη ξοδευθεί. Άλλωστε, εξ ορισμού η εφαρμογή του μνημονίου αποτελεί, όπως η πρόσφατη πολιτικο-οικονομική ιστορία έχει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο καταδείξει, αρνητικό συντελεστή που ροκανίζει το πολιτικό κεφάλαιο αυτού που έχει την ευθύνη της. Κάποιο από τα παραπάνω συμπτώματα δε φαίνεται να εμφανίζεται σήμερα. Επομένως, στο βαθμό που η λογική αυτή είναι ορθή, απορρίπτεται η υπόθεση της υστέρησης της ΝΔ έναντι των δύο κυβερνητικών της εταίρων. Σημαίνει άραγε αυτό κατ’ ανάγκην ότι το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ έχουν χάσει πόντους ενδοκυβερνητικά; Σίγουρα ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, για να μην πούμε ότι είναι περισσότερο πιθανό να συμβαίνει παρά απίθανο.

Κι αυτό διότι αν η «πολιτική άσκηση» που λύνουμε θεωρηθεί ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero-sumgame) κερδών/ζημιών, ή καλύτερα ωφέλειας/πολιτικού κόστους αντιστοίχως, τότε τα κέρδη (ή οι μη απώλειες) του ενός ισοδυναμούν με το πολιτικό κόστος (ή μη ενίσχυση της θέσης) των άλλων. Οπότε αφού η θέση της ΝΔ έναντι του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ ισχυροποιήθηκε, αναγκαστικά αυτή των τελευταίων έπεται ότι αποδυναμώθηκε. Αλλά και αν δεν εξετασθεί υπό το πρίσμα του zero-sumgame, τυχόν ενίσχυση του κυβερνητικού σχηματισμού θα μεταφρασθεί σχεδόν με απόλυτη βεβαιότητα σε πριμοδότηση του οδηγού που κρατάει σταθερά το τιμόνι έχων την κύρια ευθύνη διακυβέρνησης και όχι των συνοδηγών ή όσων κάθονται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ή, ακόμη και αν όλο το «πλήρωμα» κερδίσει πόντους από την αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα), πάλι η μερίδα του λέοντος θα κατευθυνθεί προς το πρώτο κόμμα.

Αυτά περί συγκριτικής ανάλυσης μεταξύ της ΝΔ και των δύο κυβερνητικών εταίρων. Δε θα αναλυθεί εκτενώς η θέση του ΠΑΣΟΚ ως προς τη ΔΗΜΑΡ, καθώς η μοίρα τους στο παρόν κυβερνητικό σχήμα είναι εν πολλοίς κοινή. Και ως τέτοια, δε στοιχειοθετείται με σχετική ασφάλεια κάποια πλατφόρμα επιχειρημάτων, προς την κατεύθυνση υποστήριξης σημαντικής διαφοροποίησης της συγκριτικής μεταξύ των θέσης.

Επόμενο σύνολο θεώρησης είναι ο κυβερνητικός συνασπισμός απέναντι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εδώ όλες οι, μία-προς-μία, συγκριτικές αναλύσεις κάθε εταίρου της κυβέρνησης απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Πρώτον, η ΝΔ έχουσα το βάρος εφαρμογής του μνημονίου και κατά συνέπεια, όπως προανεφέρθη, τη φθορά πολιτικού κεφαλαίου, έχει βραχυπρόθεσμα άνω φράγμα. Το άνω φράγμα αυτό βρίσκεται κοντά στη δύναμη που συγκέντρωσε στις εκλογές του Ιουνίου. Ταυτόχρονα, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα φαίνεται να έχει και κάτω φράγμα: τα εκλογικά ποσοστά του Μαΐου. Κι αυτό, ευελπιστώντας σε βαλβίδες εκτόνωσης της μονόπλευρης μνημονιακής πολιτικής λιτότητας. Ποντάροντας σε διαμόρφωση καλύτερων συνθηκών στην Ευρωζώνη: τόσο γενικότερα, για τον χειμαζόμενο από την ανεργία (και δη των νέων) Ευρωπαϊκό Νότο, όσο και ειδικότερα, για την έχουσα διανύσει σημαντικό δρόμο δημοσιονομικής προσαρμογής/εσωτερικής υποτίμησης χώρα μας. Από την απέναντι όχθη, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μην έχει περαιτέρω δυναμική, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, έχοντας και αυτός άνω φράγμα κοντά στο ποσοστό έκπληξη του Ιουνίου. Αυτό όμως τον καθιστά συγκριτικά σε δυσμενέστερη θέση έναντι της ΝΔ, καθώς δεν καρπώθηκε ούτε τη φθορά από το μνημόνιο, ούτε την παραδοσιακή κόπωση του κυβερνητικού σχήματος. Επιπρόσθετα, είναι «ανοικτό» και το κάτω φράγμα, στο βαθμό που η πολυφωνία και η ερμαφρόδιτη στάση σε πολλά στρατηγικά ζητήματα (με κυρίαρχο το θέμα παραμονής στο ευρώ) εγκυμονεί τον κίνδυνο διάσπασης και άρα εκ των πραγμάτων μικρότερης αριθμητικής δύναμης. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι μεσοπρόθεσμα, η ομογενοποίηση των συνιστωσών και η αποσαφήνιση της κυρίαρχης τάσης χωρίς παλινδρομήσεις του εκκρεμούς,ενδέχεται να αποβούν προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα δε αν η εξέλιξη των πραγμάτων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014 δεν αναδείξει περισσότερο φως για την κοινωνία στο βάθος του τούνελ της οικονομίας.

Και δεύτερον, η σύγκριση των μειοψηφούντων κυβερνητικών εταίρων με το ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάται ως «ασταθής ισοπαλία». Ισοπαλία, διότι δύσκολα βρίσκει κανείς απτά επιχειρήματα ενδυνάμωσης του ενός ως προς τον άλλον στο διάστημα που μεσολάβησε από τις τελευταίες εκλογές. Πλην όμως ασταθής, γιατί εκτιμώ ότι το ξεκαθάρισμα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να μεταλλαχθεί σε κόμμα εξουσίας, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της δύσκολης φάσης του μνημονίου και της άμβλυνσης του θυμού της κοινωνίας που θα θεραπεύσουν ο χρόνος και η προβολή ελπίδας (φρούδας ή ρεαλιστικής), θα αναδιατάξουν εκ νέου το χώρο της Κεντροαριστεράς. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται νικητές και ηττημένους μεταξύ των κομμάτων που εξετάζουμε.

Συμπερασματικά, λοιπόν, η συλλογιστική της ανάλυσης που επιχειρήθηκε στο παρόν άρθρο οδηγεί σε διατήρηση του διπόλου ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ. Αν δε κάποιος θέλει να μεταφράσει την ανάλυση αυτή στοιχηματίζοντας, θα έγραφε ότι ΝΔ vs. ΣΥΡΙΖΑ: σημειώσατε...

Πηγή:www.capital.gr



Επιστροφή

Newsletter