Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

 


Πολιτική Οικονομία... 2012 vs 2013

Άρθρα | 14-01-2013 12:17



Του Κωνσταντίνου Γκράβα

Τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν στην εγχώρια πολιτική σκηνή και οι προτεραιότητες της κυβέρνησης ιεραρχούνται με φόντο τις σκιές στο πολιτικό σύστημα από υποθέσεις που εγείρουν ερωτήματα, παρουσιάζουν κενά και αξιώνουν περαιτέρω διερεύνηση προκειμένου να αποδοθούν πολιτικές ή ακόμη και ποινικές ευθύνες.

Κατά τη διάρκεια του 2012 κορυφώθηκε το ρίσκο κατάρρευσης της χώρας, αναγκαστικής εξόδου από την Ευρωζώνη και συνακόλουθα, κατακόρυφης υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου σε επίπεδα αρκετών δεκαετιών ή γενεών πίσω. Η συμφωνία ή διαφωνία ως προς το «λογαριασμό», δηλαδή το αντίτιμο σε όρους κοινωνικού κόστους και επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών, που είχε η συμμόρφωση με τις επιταγές της τρόικα, είναι υποκειμενική. Διότι αντικειμενικά, δεν μπορεί κανείς να σταθμίσει παρά μόνο να εικάσει αν τα ληφθέντα δημοσιονομικά μέτρα ήταν υπερβολικά σε μέγεθος. Και γιατί τα εμπροσθοβαρή αυτά μέτρα επιβλήθηκαν από τους εταίρους-πιστωτές ως αντάλλαγμα της κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού της ελληνικής οικονομίας. Και ακόμη, διότι αν χάριν υποθέσεως υπήρχε αντικειμενικότητα ως προς το ποσοτικό μέγεθος των μέτρων που απαιτούντο για τη δυνητική σταθεροποίηση της οικονομίας, σίγουρα δεν υπάρχει δυνατότητα αντικειμενικής κρίσης ως προς το διαπραγματευτικό περιθώριο που είχε η ελληνική κυβέρνηση. Ούτε υπάρχει τέτοια, ως προς τα «ανταλλάγματα» και τα οφέλη που εξασφαλίσθηκαν, καθώς αυτά θα φανούν εκ των υστέρων στο κομμάτι των συμφωνιών που θα αφορούν επενδύσεις, έργα και συνεισφορά στην ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Γιατί a priori, ουδείς μπορεί να γνωρίζει σήμερα τί έχει συμφωνηθεί για «αύριο» και αν ακόμη βρίσκεται στην προνομιακή θέση ή έχει την πληροφόρηση να το γνωρίζει, πάλι δεν μπορεί να κρίνει αντικειμενικά προτού υλοποιηθούν αυτά τα συμφωνηθέντα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, υποστηρίζω ότι είναι αυθαίρετη η εκφορά αντικειμενικής θεώρησης ως προς το αμιγώς οικονομικό σκέλος βραχυπρόθεσμα, κάτι που αποδεικνύεται εμπειρικά από τη μετατόπιση του εκλογικού σώματος με τρόπο μη προβλέψιμο από τις δημοσκοπήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν προ των δύο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων (Μαΐου και Ιουνίου, ιδίως δε πριν από τις πρώτες).

Αυτό το οποίο όμως ισχυρίζομαι πως περιγράφει μία αντικειμενική αλήθεια είναι ότι -απουσία χρηματοδοτικής στήριξης- ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος της αναγκαστικής αποδέσμευσης από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα θα οδηγούσε σε ραγδαία υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, σε μαζικές πτωχεύσεις επιχειρήσεων, με πολλαπλάσιες αρνητικές επιπτώσεις στη συνοχή του κοινωνικού ιστού και με ακαριαία εξαφάνιση της μεσαίας τάξης και δημιουργία δύο ξεκάθαρων πόλων πλουσίων-πτωχών. Και είναι αντικειμενική αυτή η θεώρηση, διότι καταρχάς αφορά το βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Μεσοπρόθεσμα ενδέχεται να αναπτυχθούν εσωτερικές δυνάμεις αντίρροπες στην κατάρρευση, εφόσον όμως υπάρχει σχέδιο μετάβασης σε εξωστρεφές οικονομικό μοντέλο, ή εφόσον λειτουργήσει η «δημιουργική καταστροφή» της φιλελεύθερης οικονομικής σχολής, ή εφόσον υπάρχει διαρθρωτικό υπόβαθρο και ευρωστία σε φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές. Και μακροπρόθεσμα; Θα είμαστε όλοι νεκροί; (όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κέυνς, καυτηριάζοντας τη νεοκλασική θεωρία περί ευρέσεως επιπέδου ισορροπίας της οικονομίας σε μακροχρόνια βάση). Όχι απαραίτητα, αλλά σίγουρα σήμερα δεν μπορούμε να προδικάσουμε αντικειμενικά πώς θα εξελιχθεί το σενάριο που εξετάζουμε.

Ερχόμενοι τώρα στο 2013, η νέα χρονιά ξεκινά με το πολιτικό ρίσκο που συνδέεται με ενδεχόμενους τριγμούς στην τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας, εφόσον η διερεύνηση των χειρισμών της λίστας Λαγκάρντ οδηγήσει την προκαταρκτική επιτροπή να διευρύνει το πεδίο ποινικών ευθυνών. Ο κίνδυνος περιγράφεται ως εξής: Τυχόν επίτευξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υπέρ της παραπομπής του νυν προέδρου του ΠΑΣΟΚ και κυβερνητικού εταίρου σε προκαταρκτική επιτροπή για ποινικές ευθύνες αναφορικά με το χειρισμό της λίστας κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δεύτερου Υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης Παπανδρέου, προκαλεί αναπόφευκτο ηθικό ζήτημα και άμεσο πολιτικό ερώτημα αναφορικά με την ύπαρξη της δεδηλωμένης για την κυβέρνηση συνεργασίας. Απώλεια της δεδηλωμένης συνεπάγεται πτώση της κυβέρνησης με την παρούσα της μορφή. Υπό την απειλή αυτήν ante portas, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει έμφαση στο διαχωρισμό μεταξύ πολιτικών και ποινικών ευθυνών με βάση τις έως τώρα ενδείξεις και τα στοιχεία της εισαγγελικής έρευνας, θέτοντας στο κάδρο των δεύτερων μόνον τον πρώτο Υπουργό εκείνης της κυβέρνησης. Από την άλλη μεριά, με το συνειρμό της πτώσης της κυβέρνησης υπό το σκεπτικό που περιγράψαμε, η αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρεί να προσάψει και ποινικές ευθύνες στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, στήνοντας κάλπη για δύο, ενώ η ελάσσονα αντιπολίτευση διευρύνει το πλαίσιο των ποινικών ευθυνών και για τα πρόσωπα των δύο πρώην πρωθυπουργών. Και ενώ ήδη γίνεται αντιληπτό ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας μπορεί να είναι διαφορετικό εάν στηθούν κάλπες κατά πρόσωπο, εάν κάθε βουλευτής κληθεί να ψηφίσει είτε «ΝΑΙ», είτε «ΟΧΙ» σε κάθε μεμονωμένη κάλπη, ή αν οι κάλπες αντιστοιχούν στις προτάσεις των κομμάτων και όχι στα πρόσωπα ξεχωριστά, η καθυστερημένη έρευνα του αρμοδίου για ηλεκτρονικό έγκλημα σώματος και η πραγματογνωμοσύνη για την ηλεκτρονική διαδρομή της λίστας τροφοδοτεί με πρόσθετα στοιχεία την έρευνα.

Αντιπαραβάλλοντας την πολιτική αυτή κατάσταση με την οικονομική, όπως η τελευταία αναλύθηκε στο πρώτο κομμάτι του άρθρου με γνώμονα την ανίχνευση αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων, υπάρχει μία κρίσιμη διαφορά: Η πολιτική μπορεί να είναι ολοένα και περισσότερο -προϊούσης της παγκοσμιοποίησης- δεσμευμένη συνάρτηση της οικονομίας. Η πολιτική μπορεί να έχει αυτονόητους οικονομικούς περιορισμούς στο βαθμό που ένα κράτος δεν είναι αυτάρκες αλλά ετερόφωτο ως προς τη χρηματοδότησή του. Όμως η πολιτική πρέπει να έχει ηθική, σε αντίθεση με την οικονομία που εδράζεται σε επίπεδο γεωμετρικά ασύμβατο με αυτό της ηθικής. Και η ηθική δεν μπορεί να είναι υποκειμενική, όταν αφορά την πολιτική. Η ηθική διάσταση του προβλήματος είναι ιδιαιτέρως σημαντική για να παραμερισθεί και αφορά την αντικειμενική ανάγκη για κάθαρση χωρίς περιορισμούς, υπολογισμούς και δεσμεύσεις. Γιατί βραχυπρόθεσμα, αν δε γίνει η κάθαρση θα μειωθεί και άλλο η ελαστικότητα της ανοχής της κοινωνίας που δοκιμάζεται από τις βραχυπρόθεσμες, αναπόφευκτες υφεσιακές επιπτώσεις της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής (στις οποίες και ανεφέρθη στη συνεδρίαση της ΕΚΤ την Πέμπτη, ο επικεφαλής της Μάριο Ντράγκι). Και επειδή μέσο-μακροπρόθεσμα, η συσσώρευση σκιών πάνω από το πολιτικό σύστημα θα σκεπάσει τη φωτεινή πλευρά κάθε διάθεσης για προσφορά, κάθε θυσίας για το καλό της πατρίδας, κάθε οράματος για μια κοινωνία ευημερίας, της «μεσότητας» και όχι των άκρων, της ελευθερίας και όχι της μισαλλοδοξίας.

Ας εξετασθεί λοιπόν άμεσα, κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα μέσω της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης να αλλάξει η διαδικασία και να διερευνώνται παρόμοιες υποθέσεις που σκοντάφτουν σε πολιτικά πρόσωπα μέχρι τέλους από την τακτική δικαιοσύνη. Οι προτάσεις των κομμάτων για ονόματα και κάλπες εντάσσονται σε ένα παίγνιο κομματικών σκοπιμοτήτων και αλιείας διαρροών εκ της μυστικής ψηφοφορίας. Η ουσία κινδυνεύει πάλι να χαθεί. Μήπως η αδήριτη ανάγκη και η επιτακτική απαίτηση της κοινής γνώμης για πολιτική κάθαρση θα επέβαλλε αυτοβούλως να τεθούν στη διάθεση των ανώτατων ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών όλοι οι εμπλεκόμενοι;

Αντιγράφοντας από προηγούμενο άρθρο («Η τέχνη του εφικτού»), οι βαθμοί ελευθερίας της Ελλάδας στη χάραξη πολιτικής, ως ισότιμου μέλους της Ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής οικογένειας, περιορίσθηκαν προϊούσης της κρίσης, συντηρούμενης της δομικής ανισορροπίας και των ατελειών της Νομισματικής Ένωσης. Η εκχώρηση μέρους της δημοσιονομικής κυριαρχίας είναι αλληλένδετη με το κυοφορούμενο σχέδιο της πολιτικής ένωσης των μελών της ΟΝΕ. Στο εσωτερικό όμως πεδίο δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Και οι προβολείς πέφτουν σε αυτό. Η κυβέρνηση οφείλει τάχιστα να πορευθεί προς την υλοποίηση πολιτικών σε τρεις στρατηγικές κατευθύνσεις: α. περιορισμό φοροδιαφυγής και πάταξη διαφθοράς β. κοινωνική δικαιοσύνη και γ. μετασχηματισμό δημοσίου τομέα και δημόσιας διοίκησης.

Πηγή:www.capital.gr



Επιστροφή

Newsletter