Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

 


Στο Capital.gr: Ελλάδα – Ευρωζώνη – ΔΝΤ: Άλλαξε κάτι;

Άρθρα | 23-10-2017 11:41



Ελλάδα – Ευρωζώνη – ΔΝΤ: Άλλαξε κάτι;

Του Κωνσταντίνου Γκράβα 

Κατά την καθιερωμένη έλευση των επικεφαλής των θεσμών στη χώρα μας για την επίσημη σήμανση κάθε αξιολόγησης, η μεγάλη εικόνα της διαπραγμάτευσης δείχνει σε μόνιμη βάση στο κάδρο τούς δύο μεγάλους παίκτες του επαναλαμβανόμενου αυτού παιγνίου: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωζώνη (Ευρωομάδα και Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας). Η ιδιότυπη διελκυστίνδα επί του ελληνικού ζητήματος μεταξύ των δύο πλευρών εμπλέκει ως κρίσιμο φορέα λήψεως αποφάσεων την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Η ΕΚΤ είναι μεν η θεσμικά ανεξάρτητη νομισματική αρχή για ολόκληρη τη Ζώνη του Ευρώ και ο αδιαφιλονίκητος θεματοφύλακας του μη αναστρέψιμου κοινού νομίσματος, ωστόσο η θέση της στο διεθνές σύστημα συνεχίζει να καθορίζεται από την αρχική σιωπηρή συμφωνία της με την άλλη συστημικά σημαντική κεντρική τράπεζα του πλανήτη: την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (Fed). Αμφότερες χαράσσουν τη νομισματική πολιτική στις δύο πλευρές του Ατλαντικού χωρίς να διαταράσσουν το καθεστώς της νομισματικής ειρήνης.  

Με τον όρο “νομισματική ειρήνη” έχουμε ορίσει το σύνολο των θεσμικών και άλλων ενεργειών στο πλαίσιο της αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ των ΗΠΑ (κυρίαρχης δύναμης, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά), της Γερμανίας (στην Ευρωζώνη) και της Κίνας (συνδεδεμένης με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο διεθνές νομισματικό σύστημα), προκειμένου να διατηρηθεί το status quo του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Η διατήρηση της κουλτούρας που θεμελιώθηκε μεταπολεμικά με τις θεσμικές διευθετήσεις της συμφωνίας του Bretton Woods, με το πράσινο νόμισμα να κυριαρχεί ως μέσο συναλλαγών, ως μονάδα τιμολόγησης εμπορευμάτων, και ως μέσο αποθήκευσης πλούτου, ήταν μείζονος σημασίας για τη διαχείριση της σύγχρονης Μεγάλης χρηματοπιστωτικής Κρίσης που ξέσπασε μετά την κατάρρευση της Lehman.

Συγκρίνοντας τη “Μεγάλη Ύφεση” (Great Recession) της σύγχρονης εποχής με τη “Μεγάλη Συρρίκνωση” (Great Depression) της περιόδου του Μεσοπολέμου, η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά εντοπίζεται στον προσεκτικό παραλληλισμό του χρυσού κανόνα με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Ενώ αμφότερα τα νομισματικά συστήματα δέσμευαν σε πλαίσιο σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών τις χώρες που συμμετείχαν σε αυτά, στην περίπτωση της Ζώνης του Ευρώ τα νομίσματα των κρατών-μελών έπαυσαν να υφίστανται ως νόμιμο χρήμα σε νομισματική κυκλοφορία και αντικαταστάθηκαν από το ευρώ ως ενιαίο και μη-αναστρέψιμο νόμισμα. Στην κορύφωση της κρίσης στα μέσα του 2012 ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι διεμήνυσε στις αγορές ότι “το ευρώ είναι μη αναστρέψιμο… εντός της εντολής της, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να πράξει οτιδήποτε χρειασθεί ώστε να διαφυλαχθεί το ευρώ”. Πρόκειται για ιστορικό ορόσημο, τόσο όσον αφορά στην υπεράσπιση της νομισματικής ειρήνης εντός της Ευρωζώνης, όσο και για τη συνέχιση της μακρόπνοης πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.     

Και ενώ η αρχιτεκτονική του ευρώ βελτιωνόταν προϊούσης της κρίσης, κρίση η οποία σημειωτέον επιμόλυνε γρήγορα την εδώ πλευρά του Ατλαντικού λόγω και του ατελούς θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της Ευρωζώνης, η διάσταση απόψεων μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας γύρω από το ελληνικό ζήτημα ακολουθούσε αντίστροφη πορεία. Χρόνο με τον χρόνο αποκαλύπτονταν και διατυπώνονταν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι διαφορετικές τοποθετήσεις κορυφαίων αξιωματούχων ένθεν και ένθεν αναφορικά με τον χαρακτηρισμό του δημοσίου χρέους ως προς τη μεσομακροχρόνια δυνατότητα εξυπηρέτησης και συνεπώς την τεκμαρτή του βιωσιμότητα. Η ακτίνα διαφωνίας στον κύκλο αποφάσεων Ταμείου και Ευρωπαίων έτεινε αυξανόμενη.

Το φθινόπωρο του 2014 το δυσμενές αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, ο ανασχηματισμός εσωκομματικών ισορροπιών, και η συνακόλουθη μεταρρυθμιστική κόπωση της τότε κυβέρνησης προτού ολοκληρωθεί η πέμπτη αξιολόγηση του δευτέρου προγράμματος, προηγήθηκαν της προσπάθειας του τότε πρωθυπουργού να εξασφαλίσει μια ηπιότερη στάση του Βερολίνου έναντι των ανελαστικών απαιτήσεων του ΔΝΤ για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού. Η τρόικα ζήτησε τελικά την εφαρμογή όλων των συμφωνηθέντων χωρίς καμία απολύτως ευελιξία και η επίσπευση των διαδικασιών εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας μέσα στο Δεκέμβριο οδήγησε σε διάλυση της Βουλής και πρόωρες εκλογές τον Ιανουάριο του 2015.

Μετά την αποτυχημένη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου και τη δραματική συνθηκολόγηση του καλοκαιριού του ίδιου έτους, η ελληνική πλευρά προσκάλεσε ρητά το Ταμείο να συμμετάσχει στο τρίτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής συνδρομής. Στη συνακόλουθη διαπραγμάτευση μεταξύ ΔΝΤ και ESM, με ακανθώδες το ζήτημα του ελληνικού χρέους, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιφυλάχθηκε έναντι της χώρας μας και των ευρωπαίων εταίρων χωρίς να αποφανθεί τελεσίδικα για τη φύση της συμμετοχής του στο πρόγραμμα: είτε συνεισφέροντας με χρηματοδότηση, είτε παραμένοντας μόνον ως τεχνικός σύμβουλος. Στην πορεία των δύο πρώτων αξιολογήσεων του τρέχοντος προγράμματος η ρητορική των αξιωματούχων του Ταμείου κατεγράφη δημοσίως και με σαφήνεια στη διαβούλευση βάσει του Άρθρου IV για την Ελλάδα. Τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου είχαν διαφορετικές απόψεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τη δημοσιονομική πορεία ως προς το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος μεσοπρόθεσμα. Ήταν περισσότερο από δεδομένο ότι η στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα υπαγορευόταν εφεξής από τη διττή στόχευση, και για μέτρα/διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έναντι της ελληνικής πλευράς, και για ελάφρυνση χρέους/χαμηλότερα πλεονάσματα έναντι των Ευρωπαίων.    

Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο με κύρια θέματα στη διμερή ατζέντα την αμυντική συνεργασία και τον ενεργειακό χάρτη, είχε ήδη διαβαθμισμένη σε δευτερεύουσα σημαντικότητα τη συνάντησή του με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Προεξοφλώντας πιθανότατα ότι δεν επρόκειτο να αποσαφηνισθεί κάτι περισσότερο από τα συνήθη δεδομένα, ο  Έλληνας υπουργός Οικονομικών είχε στείλει πρώτος το μήνυμα ότι “η Ελλάδα θα βγει στις αγορές με ή χωρίς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο”. Η χθεσινοβραδινή συνάντηση επιβεβαίωσε το non-event. Επί της ουσίας και διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές, δεν άλλαξε κάτι· το Ταμείο παραμένει σε θέση …“stand-by”, όπως η ομώνυμη  επί της αρχής προληπτική συμφωνία με την Ελλάδα που εγκρίθηκε τον περασμένο Ιούλιο.    

Αν η χώρα μας προσβλέπει σε μια συμφωνία για το χρέος τον Φεβρουάριο του 2018, τότε βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το χρονοδιάγραμμα του Eurogroup που τοποθετεί τη συζήτηση κοντά στη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του ερχόμενου έτους. Επίσης αν η Αθήνα τάσσεται υπέρ της έμπρακτης συμμετοχής του ΔΝΤ θεωρώντας πως η συμβολή του Ταμείου θα είναι καθοριστική στο ζήτημα ελάφρυνσης του χρέους, τότε μπορεί αργότερα να βρεθεί εκτεθειμένη σε δημοσιονομικές αποκλίσεις εφόσον οι Ευρωπαίοι δεν δεχθούν να αναλάβουν τελικά το βάρος της απομείωσης. Και πάλι, δεν έχει αλλάξει κάτι. 

Σε κάθε περίπτωση η χώρα μας, όπως και οι πιστωτές, οφείλει να τηρήσει απαρέγκλιτα τα συμφωνηθέντα και να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατόν, και πάντως εντός του έτους, την τρέχουσα αξιολόγηση. Αφενός ο διορισμός στη θέση υπηρεσιακού Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας προσώπου ελεγχόμενου από τους Χριστιανοδημοκράτες και έμπιστου της καγκελαρίου Μέρκελ, αφετέρου η παραμονή του Γερούν Ντάισελμπλουμ στη θέση του επικεφαλής της Ευρωομάδας έως τον Ιανουάριο του 2018, επαληθεύουν την παροιμία ότι «το γοργόν [της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης] και χάριν έχει».

Κυρίως όμως η ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει «να μπει στη μέση», όρος που χρησιμοποιείται στο παραδοσιακό παίγνιο της τράπουλας, την πρέφα· παιχνίδι που χρειάζεται όχι μόνον τύχη αλλά και τεχνική. Πρόκειται για την κατάσταση εκείνη όπου η κατανομή σε κάθε χέρι είναι τέτοια ώστε ο δεύτερος παίκτης, οποιοδήποτε φύλλο και να επιλέξει ως απάντηση στον πρώτο, να χάνει σε κάθε περίπτωση από τον τρίτο παίκτη που μπορεί να τον καλύψει με ένα ισχυρότερο φύλλο. Η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης από την πλευρά μας, και η γεφύρωση των διαφορών μεταξύ Ταμείου και Ευρωπαίων από την πλευρά των πιστωτών, αθροίζονται πάντοτε εις βάρος της πραγματικής δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας.   

Από την εποχή του Θουκυδίδη άλλωστε επισημαίνεται το δίκαιο του ισχυρού· και οιαδήποτε διαφορετική θεώρηση παρακάμπτεται τεχνηέντως κάθε φορά που το δίκαιο τέμνεται με το συμφέρον…

* Ο Κωνσταντίνος Γκράβας είναι οικονομολόγος - αναλυτής διεθνών αγορών,  επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Διοικήσεως και Επιτελών (ΣΔΙΕΠ/ΠΑ) της Πολεμικής Αεροπορίας.

πηγή: Ελλάδα – Ευρωζώνη – ΔΝΤ: Άλλαξε κάτι;



Επιστροφή

Newsletter