Τρία περίπου χρόνια πριν, ήταν Μάιος του 2012 όταν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε τις παραμέτρους εκείνες που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της απόρριψης ενός καταστροφικού Grexit. Ανατρέχοντας στο Νοέμβριο του 2011, επισημαίναμε ότι η πρόθεση του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου να θέσει στο τραπέζι των Καννών τη διενέργεια δημοψηφίσματος στην Ελλάδα για τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί λίγες ημέρες νωρίτερα στη Σύνοδο Κορυφής, είχε προκαλέσει την αμείλικτη στάση του γαλλογερμανικού άξονα ως προς το ερώτημα του δημοψηφίσματος. Με απαίτηση να τεθεί ως δίλημμα στους Έλληνες πολίτες το ξεκάθαρο ερώτημα «ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ευρώ;».

Υπήρχε όμως πραγματικός κίνδυνος Grexit; Γράφαμε† τότε ότι:

«…κατ’ αρχάς και επί της αρχής (βάσει των Ευρωπαϊκών Συνθηκών) δεν προβλέπεται νομικά η αποπομπή μιας χώρας από την Ευρωζώνη. Οικιοθελής έξοδος ή εξαναγκασμός σε επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μέσα από τη διακοπή της χρηματοδότησης και την κατάπτωση των εγγυήσεων του τραπεζικού συστήματος με την «αποσωλήνωση» του ασθενούς από την εντατική, είναι οι δύο πραγματικές επιλογές που υπάρχουν. Η πρώτη αφορά πρωτοβουλία της χώρας, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει ως φορέα λήψης της απόφασης την τρόικα, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ανεξάρτητης δηλαδή νομισματικής αρχής της Ευρωζώνης. Και επειδή κατά τεκμήριο οι Έλληνες πολίτες προτιμούν σε μεγάλη πλειοψηφία το ευρώ, σε ποσοστό της τάξεως του 75-80%, είναι ακριβώς οι επιπτώσεις της δεύτερης επιλογής που εξετάζονται και επιχειρείται να ποσοτικοποιηθούν ως προς τις ζημιές που θα καταγράψει ο επίσημος τομέας λόγω έκθεσης στο ελληνικό χρέος αφενός και αφετέρου, από μη καταβαλλόμενες αξιώσεις προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) και τις υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες μέσω του συστήματος TARGET-2. Στο σύστημα αυτό εγγράφονται απαιτήσεις των Κεντρικών Τραπεζών των πλεονασματικών χωρών έναντι εκείνων των ελλειμματικών, αντανακλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις εμπορικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών που χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα.

Το κόστος που υπολογίζεται είναι πολύ μεγάλο, αλλά πεπερασμένο. Η πεπερασμένη αυτή διάσταση όμως εκφυλίζεται και προσομοιάζει με απροσδιοριστία όταν στο επόμενο σημείο της ανάλυσης υπεισέλθει ο παράγων του domino effect, αντί της στεγανοποίησης του προβλήματος στα όρια των ελληνικών «αριθμών». Για να γίνει σαφέστερο αυτό, ενδεχόμενη μετάδοση του ιού διαδοχικά στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο και εν συνεχεία ακόμη και στον πυρήνα της Ευρωζώνης, πολλαπλασιάζει γεωμετρικά το κόστος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Και εξωθεί συνακόλουθα τη Γερμανία να φθάσει στον κόμβο που περιέχει τον κλάδο εκείνο, τον οποίο επιθυμεί επιμελώς να συντηρεί ως ύστατη εναλλακτική. Ποια είναι αυτή: Η δική της (της Γερμανίας) αποχώρηση από το ευρώ, η εγκατάλειψη και άρα αποσύνθεση της Ευρωζώνης και η επαναδιάταξη του νομισματικού χάρτη σε παγκόσμια κλίμακα. Η άλλη επιλογή της; Να αποδεχθεί την ανάγκη δημιουργίας ενός εσωτερικού μηχανισμού ανακύκλωσης των πλεονασμάτων του Βορρά προς τον ελλειμματικό Νότο, μέσα από παραγωγικές επενδύσεις και με εφαρμογή δράσεων τόνωσης της εγχώριας ζήτησης στη γερμανική οικονομία διαμέσου υψηλότερων αμοιβών εργασίας και με ανοχή υψηλότερου πληθωρισμού. Επιπροσθέτως, να αποδεχθεί την υιοθέτηση του μέτρου των ευρωομολόγων, δηλαδή την ανάληψη μέρους του χρέους όλων των μελών στο όνομα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB-bonds) και τη χρηματοδότηση μέσω project Eurobonds των αναγκαίων επενδύσεων στην περιφέρεια για την ανάσχεση της ύφεσης και της υπό-επένδυσης.»

Τι (δεν) έχει αλλάξει σήμερα;

Πρώτον, δεδομένου ότι το τραπεζικό σύστημα παραμένει «διασωληνωμένο», το κλειδί των εξελίξεων συνεχίζει να κρατάει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο πρόεδρος της ανεξάρτητης νομισματικής αρχής για την Ευρωζώνη επανέλαβε πρόσφατα στην Ευρωβουλή ότι η συνολική έκθεση της ΕΚΤ στην Ελλάδα ανέρχεται στο 64% του ΑΕΠ της χώρας, υπερβαίνοντας πλέον τα €100δις.

Δεύτερον, οι Έλληνες πολίτες προτιμούν και σήμερα σε συντριπτική πλειοψηφία το ευρώ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μεγάλης εταιρίας δημοσκοπήσεων, το 82% των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη και μόλις το 14% υπέρ της επιστροφής στη δραχμή.

Τρίτον, το κόστος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλο, αλλά πεπερασμένο.

Εδώ όμως εκτιμούμε ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά: Αναφέραμε προηγουμένως ότι η πεπερασμένη διάσταση μετατρέπεται σε απροσδιοριστία λόγω του κινδύνου ενός ντόμινο σταδιακής αποσύνθεσης της Ευρωζώνης, γεγονός που θα πολλαπλασίαζε γεωμετρικά το κόστος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ αντί της στεγανοποίησης του προβλήματος στα όρια των ελληνικών «αριθμών». Ο κίνδυνος αυτός σήμερα υφίσταται σε μειωμένο βαθμό. Πέρα από το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι θεσμοί έχουν κάνει την «άσκηση» για να υπολογίσουν με ακρίβεια τη ζημιά ενός Grexit, η ελληνική αβεβαιότητα από πλευράς αριθμητικής φαίνεται να έχει ποσοτικοποιηθεί και απομονωθεί από την προγενέστερη κατάσταση πλήρους απροσδιοριστίας μιας χαοτικής εξόδου από το ευρώ.

Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι είναι επιθυμητή από τους εταίρους και δανειστές η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη. Είναι ωστόσο ανησυχητικό ότι το κριτήριο είναι πλέον σχεδόν αποκλειστικά ποσοτικό και δείχνει να παραμερίζεται η κατ’ εξοχήν ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Ο χρόνος λιγοστεύει και η ελληνική κυβέρνηση καλείται να ολοκληρώσει επιτυχώς τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους της χώρας. Για τον «έντιμο συμβιβασμό» χρειάζεται να μη λησμονήσει δύο πράγματα: Ότι διαπραγματεύεται για να διασφαλίσει το μέλλον της Ελλάδας και των επόμενων γενεών μέσα στην Ευρωπαϊκή οικογένεια και όχι για το μέλλον της Ευρωζώνης και του ευρώ με ή χωρίς την Ελλάδα. Και ότι διαθέτει ακόμη ικανό πολιτικό κεφάλαιο για να παραδεχθεί την αλήθεια, ότι δεν έλεγε στους πολίτες προεκλογικά αλήθεια.

Η ιστορία ανέκαθεν αποτελούσε χρήσιμο οδηγό των συνετών για το μέλλον…

* Ο Κωνσταντίνος Γκράβας είναι οικονομολόγος - αναλυτής διεθνών αγορών.
«Η αναζήτηση της "μεσότητας"»